κοιλία — κοιλίᾱ , κοιλία cavity of the body fem nom/voc/acc dual κοιλίᾱ , κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
κοιλίᾳ — κοιλίαι , κοιλία cavity of the body fem nom/voc pl κοιλίᾱͅ , κοιλία cavity of the body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιά — η 1. η κοιλότητα του σώματος των ανθρώπων και των ζώων που έχει τα σπλάχνα. 2. το μπροστινό τοίχωμα της κοιλότητας αυτής: Ο αφαλός βρίσκεται στο κέντρο της κοιλιάς. 3. το στομάχι ή τα έντερα: Γέμισε την κοιλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλίας — κοιλίᾱς , κοιλία cavity of the body fem acc pl κοιλίᾱς , κοιλία cavity of the body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλίαι — κοιλία cavity of the body fem nom/voc pl κοιλίᾱͅ , κοιλία cavity of the body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιάζω — [κοιλιά] (αμτβ.) μτφ. κάνω «κοιλιά», σχηματίζω κύρτωμα, καμπυλοειδή προεξοχή, εξογκώνομαι σε κάποιο σημείο τής επιφάνειάς μου … Dictionary of Greek
κοιλίαν — κοιλίᾱν , κοιλία cavity of the body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιῶν — κοιλία cavity of the body fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλίαις — κοιλία cavity of the body fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλίη — κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)